Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Μαλβίνα Κάραλη :«Η εκδρομή », «Οι Έκνταλ γιορτάζουν», «Των εν ασκήσει λαμψάντων»


Σήμερα,13 χρόνια από τη μέρα (7/6/2002) που η Μαλβίνα έφυγε,νομίζω πως είναι ολοφάνερο ότι  η απουσία της δεν αναπληρώθηκε και ότι κάποιοι άνθρωποι τελικά αποδεικνύονται όντως αναντικατάστατοι παρά τα όσα λέγονται για το αντίθετο.Ακολουθούν τρία από τα τελευταία της κείμενα .
Η εκδρομή
Τι ήταν το Λιμένι. Τι θάλασσα είχε το Λιμένι. Δεν ξέρω. Δεν πρόσεξα τίποτα. Η ουσία είναι πως, τρία χρόνια μετά, κοιτούσα από το παράθυρο τους ουρανοξύστες του Μανχάταν και είχα στο νου μου το Λιμένι. Διαδρομή προς το Λιμένι – δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Όπως ένα φως άσπρο. Τα μάτια μου άνοιγαν λίγο λίγο. Μέσα μου επαναλάμβανα «η μικρή Ε-λέ-νη απ’ το Κω-στα-λέ-ξι πή-ρε α-μπά-ρι-ζα και βγαί-νει». Είχα να ταξιδέψω καιρό. Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος να σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού σου. Πώς το λέει ο Πεσόα; «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω». Καθόμουν ήσυχη, με πληγωμένα βλέφαρα, το ηλιοβασίλεμα συνέπεσε με τη διαδρομή, πρέπει να ήταν εξαίσιο ηλιοβασίλεμα, για μένα ένα ηλιοβασίλεμα είναι ένα ηλιοβασίλεμα, δεν υπάρχει λόγος να το διαπιστώσεις στη Σαντορίνη ή στην Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόσεξα σχεδόν τίποτα στη διαδρομή, μόνο κάτι νεκροθάφτες σε μια στροφή του δρόμου. Έτρωγαν τυρόπιτες ακουμπισμένοι πάνω στη νεκροφόρα, μέσα το φέρετρο, ένα ξύλο ανοιχτόχρωμο, θλιβερό, με έπιασε μεγάλη στεναχώρια.Όχι για τον νεκρό, μα για το φέρετρό του. Στροφές πολλές, λίγες κουβέντες στη διαδρομή, «μου αρέσουν οι ελαιώνες», εμένα πάλι όχι (αλλά αφού σου αρέσουν, μια άλλη ματιά και φοβάμαι πως θα μου αρέσουν και μένα). Τι παράσταση είχαμε δει στην Επίδαυρο ούτε που πρόσεξα, ήμουν έξω ξανά και είχα ταραχή (η μικρή Ελένη απ’ το Κωσταλέξι), το Λιμένι, αν υπήρχε Λιμένι δηλαδή, αργούσε να φανεί, υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να βρίσκεται κάπου στη Μάνη. Δεν θυμάμαι. Σχεδόν τίποτα, μόνο αλλεπάλληλες στροφές. «Μα δεν είναι υπέροχα δέντρα οι ελιές;». (Ναι, είναι υπέροχα, πώς δεν το είχα προσέξει;) Ποιος είναι αυτός που μιλάει για ελιές; Ευγενικό προφίλ. Δεν ήξερα. (Σιγά μην τυχόν και δεν ήξερα.) Συγγενής από πάντα. Σημασία έχει πως τα έκανε όλα να μοιάζουν ωραία. Αν μπορούσα να τα ονομάσω έτσι ωραία που τα έκανε, θα διάλεγα το φτωχό λεξιλόγιο εκείνου που μιλάει όπως νιώθει, όχι όπως πρέπει να νιώθει. Αλλά δεν μπορούσα. Επί χρόνια ήμουν αναγκασμένη να μιλάω όπως πρέπει. Ακόμα και το να μιλάω όπως δεν πρέπει ήταν φτιαγμένο με τη λογική τού όπως πρέπει να μην πρέπει... Πού στο διάολο είναι το γαμημένο Λιμένι. Στροφές και ελιές και νεκροθάφτες, κάπου να φτάσουμε, κουράστηκα. Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξαναβγαίνεις στον κόσμο; Γαλάζιος ουρανός, σταχτιές ελιές, εγώ πάλι αγαπώ τα αλγερίνικα τοπία, η σύζευξη του γαλάζιου με το πράσινο μου φαίνεται φρικτή, θέλω γκρι της πέτρας, άσπρο του ασβέστη, άντε μια φραγκοσυκιά στη μάντρα – και εκεί μόνο μού χωράει το γαλάζιο της θάλασσας. «Θα δούμε και τους πύργους εκεί που θα πάμε;» «Θα τους δούμε και τους πύργους».Τρία χρόνια πέρασαν, τους πύργους τους είδα, δεν τους θυμάμαι. Μόνο λίγο φως που έμπαινε από τις πολεμίστρες. Ένας άλλος τόπος, δεν τον είδα, μπορεί να λεγόταν Πόλη, μπορεί Αρεόπολη. Ίσως και τα δύο μαζί ή και τίποτα από τα δύο. Δεν θυμάμαι. Μόνο κάτι κουλουράκια αγορασμένα από το φούρνο. Έσταζαν λάδι. Και μετά κάτι ξενώνες, και εκεί ήταν το Λιμένι. Στη ρεσεψιόν μάς έδωσαν ένα κλειδί κρεμασμένο από μια πλάκα τεράστια. Θεέ μου, φύλαγε, τι πλάκα ήταν αυτή! Μπρούντζινη, μεγάλη σαν πεντοχίλιαρο, ίσαμε μισό κιλό θα ζύγιζε και πάνω το νούμερο του ξενώνα. Η βαλίτσα μου χύμα στο ισόγειο, η δική σου στο μετζοπάτωμα. Μπρίκι για καφέ πάνω στο ψυγειάκι, έναν τούρκικο τώρα τον έπινα, από το παράθυρο μια θάλασσα, κάτι μπλε τέλος πάντων, τι τοπίο ακριβώς δεν θυμάμαι. Κάθισα στο παράθυρο, μπροστά το συγκεχυμένο τοπίο. Ποια ήμουν δεν ήξερα, τι ήθελα εγώ τόσο μακριά από την καταπακτή μου δεν ήξερα, ένα μόνο ήξερα. Πως όλα τα ταξίδευα, γιατί όλα ήσουν. Πίστεψέ με. Όλα. Τοπία, σπίτια, όλα. Και κανένα ταξίδι δεν θα ταξίδευα αν δεν μου έδινες το χέρι να βγω από την καταπακτή. Μια μεγάλη ταράτσα – «τι καφέ θες;», δεν θέλω καφέ, «έναν εσπρεσσάκο», θέλω δάκρυα τώρα, ευτυχώς φεύγεις για λίγο, κοιτάζω τη θάλασσα, τα βλέπω όλα. Όλα τα μεγάλα ποτάμια. Εκεί. Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου. Όλα τα βουνά και ακόμα περισσότερα από όσα υπάρχουν στη γη. Εκεί. Κατηφόρα από το Λιμένι προς την παραλία, δεν ξέρω τι είναι το Λιμένι. Μπορεί να μην είναι καν τόπος. Μπορεί να είναι μόνο όνομα ξενοδοχείου. Λιμένι Οτέλ, με μια πλακέτα μπρούντζινη ίσαμε μισό κιλό το κλειδί.(Το τελευταίο ταξίδι της πριν θαφτεί ζωντανή ήταν στην Ανδαλουσία. Ήθελε να πάει να βρει το διαφορετικό φως. Έφτασε και δεν τυφλώθηκε. Διέσχισε όλη την Ισπανία, δεν διέσχισε παρά τη μονοτονία του εαυτού της.)Φιλικοί άνθρωποι στην παραλία, που μπορεί και να λεγόταν Λιμένι, ήμουν απίστευτα ευτυχισμένη, με έναν τρόπο πάντα γνώριμο, πάντα ασαφή, τόσο που ήθελα δάκρυα, τρώω το ψάρι μου, μου λες να μη σου καθαρίζω το δικό σου, δεν σου αρέσουν οι φροντίδες, εντάξει. Και δεν ρωτώ, δεν ψάχνω παραπέρα. Τρία χρόνια μετά. Νέα Υόρκη. «Τελικά έρχομαι για μια εβδομάδα. Τι θες να σου φέρω από το σπίτι;» Η Μαριανίνα. «Τι έχεις πεθυμήσει, μανούλα μου; Ρούχα, παπούτσια; Τα ξώφτερνα του Ντολτσίνι, ίσως; Κανένα CD, κανένα βιβλίο;» Τίποτε από όλα αυτά. Το κλειδί που έκλεψα, κράτησα πες, από το Λιμένι. Αριστερό συρτάρι σκρίνιου, κάτω από τα γράμματα. Μισό κιλό μπρούντζος, θα το βρεις εύκολα. Μισό κιλό μπρούντζος και ταξίδεψε Αθήνα-Νέα Υόρκη.Η Μ. ήρθε, έφυγε, το κλειδί μου ήταν εκεί. Κρυμμένο στο κομοδίνο την ημέρα. Τις νύχτες, όμως, το έβγαζα και το κρατούσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Μέχρι που μια μέρα ξεχάστηκα και το είδες. «Τι είναι αυτό;» ρώτησες. Τι να πω. Ένα κλειδί που ταξιδεύει είναι από κάθε άποψη κουτό πράγμα. Η εξήγηση θα ήταν ακόμα κουτότερη. «Δεν ξέρω τι είναι», είπα αδιάφορα. «Βρέθηκε μέσα στη μικρή βαλίτσα. Δεν μου θυμίζει τίποτα. Ποιος ξέρει». Έκανα πως έβλεπα τηλεόραση μετά. «Δεν θυμάσαι;» μου λες. «Ήταν το ξενοδοχείο στη Μάνη». «Α, ναι; Και πώς παράπεσε ολόκληρο κλειδί στη βαλίτσα μου;» Δεν ήξερα, πού να ξέρεις εσύ άμα δεν ήξερα εγώ; Κάθισες μετά λίγο και τα είπαμε. Ένα ταξίδι είναι κάτι εφήμερο, σκεφτόμουν. Το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο. Κόντευε να ξημερώσει, σηκώθηκες να πας για ύπνο, και τότε –χωρίς να με ρωτήσεις– με το καληνύχτα, άπλωσες το χέρι και πήρες το κλειδί. Δεν το ξαναείδα. Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα, γαμημένο Λιμένι, καληνύχτα θησαυρέ μου, είμαι ψεύτρα για να μην είμαι κουτή, κάνω ευχή για σένα απόψε: Η ζωή σου. Η ζωή σου η τωρινή και η ζωή σου η μελλοντική. Όπου και να είναι ακουμπισμένη, να είναι πάντα απαλλαγμένη από όλα όσα, για τα όνειρα και για ταξίδια, είναι άχρηστα.Ποτέ δεν ξανάγινε λόγος για το κλειδί, δεν ξαναείδα το κλειδί μου, το κλειδί μου είναι στα χέρια σου, το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο.

Οι Έκνταλ γιορτάζουν
 Σπίτι ακατάστατο. Εσύ το λες ζωισμένο. Βιβλία στο πάτωμα. Τα παιδιά στην τραπεζαρία. Με τους φίλους τους. Ο μικρός με το κορίτσι του. Για κοίτα. Γέλια – μια ξεχασμένη κατσαρόλα καίγεται. Μαχαιροπίρουνα χτυπάνε ακόμα πού και πού πάνω στα κρύσταλλα. Μουσικές και μουσικές. Κυριακή μεσημέρι – μια οικογένεια που σαν ανοιχτό όστρακο, αλλά προστατευμένη φαίνεται. Κόκκαλα ψαριού πάνω στην παλισάνδρη της τραπεζαρίας. Ίχνη λαδολέμονου στα όμορφα μουτράκια τους. Στο Β&Ο ο Πέρυ Μπλέικ σου. Τους αρέσει.Στο καθιστικό μετά. Καναπέδες και τραπέζια προορισμένα να υποδεχτούν φιλικά πόδια. Το πιν απ της οικογένειας οκλαδόν. Η όμορφή μου αδυνατούλα με τα αθλητικά της. Ώρα για ζάχαρες. Τα σορμπέ μου, δεν μπορείς να πεις. Το καλύτερο σερβίρισμα της πόλης. Χρώματα ροζ και βερντεμέντε. Λιωμένες σοκολάτες και κουλίς. Και λίγη άχνη. Να μας συντρέξει το πνεύμα του Τζάσπερ Τζόουνς. Ψηλά τα ποτήρια. Κολονάτα ποτήρια, κάθε μέρα γιορτή. Μικρή μου Φάνυ, μικρέ μου Αλέξανδρε, και εσύ Ισμαήλ. Παίρνω αγκαλιά το μωρό με τα λακκάκια. Θα βγάλω λόγο. «Εμείς οι Έκνταλ. Ίσως δεν είμαστε γεννημένοι για να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Ίσως δεν αφήσουμε ίχνος στον πλανήτη. Η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει και χωρίς εμάς. Εμείς οι Έκνταλ είμαστε προορισμένοι για να υμνήσουμε τη ζωή. Τη χαρά. Τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Το γέλιο ενός μωρού. Ένα κρασί γεννημένο από ήλιους και όχι από καταχνιές. Τον έρωτα. Χορέψτε τώρα. Οι Έκνταλ γιορτάζουν». Αυτό με τρελαίνει. Η έξαψη της χαράς. Που ξεβάφει στα μάγουλα με το δεύτερο ποτήρι. Μετά το σώμα δεν αμύνεται. Λυμένοι οι ώμοι στα μαξιλάρια του καναπέ. Λυμένες κουβέντες. Τελείωσαν τα τασάκια. Αποτσίγαρα μέσα στο πιάτο τώρα πια. Εκεί που λίγο πριν κείτονταν έκπαγλες συνθέσεις. Ζάχαρη άχνη πάνω στην καραμέλα, πώς τη φτιάχνεις; Θα σου το εξηγήσω. Με κάθε λεπτομέρεια θα σου το εξηγήσω. Και ας μην τη φτιάξεις ποτέ. Απομεσήμερο – φλαμανδικό φως φωτίζει τα αστραφτερά μου. Και άλλοι καφέδες και άλλα αποτσίγαρα. Εν τη αταξία η τάξις. Πόσο καιρό έχω να το θυμηθώ;Όμως το είχα πάντα κατά νου. Λίγο διευθετημένα να είναι τα πράγματα της ψυχής – και σπρώχνει δίχως τύψεις τα ψίχουλα κάτω από το χαλί. Αύριο τα ψίχουλα. Τώρα έχει ζωή. Σιγά μην κάτσεις να μαζέψεις. Έχει ζωή. Και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω της. Η απόλυτη τάξη είναι –λένε– επιθυμία θανάτου. Πολλή τάξη οι πεισιθάνατοι. Πολλά καλογυαλισμένα παρκέ οι απαρηγόρητοι.Τη θυμάμαι να συγυρίζει μανιωδώς. Υστερικές γυναίκες, λέει ο δόκτωρ Χάπινες. Αδικαίωτες, θυμοί πνιγμένοι μέσα σε αποστειρωμένες μπανιέρες. Αν μπορούσαν να βράσουν και τα μωρά τους, θα τα έβραζαν με χαρά. Αποστειρωμένο μωρό, καμιά μυρωδιά. Σαν ζωή όπως όπως. Γυναίκες. Κάθε φορά που επιθυμούν να σπάσουν κάτι, το γυαλίζουν. Όσο πληθαίνει η έσω αταξία τόσο τα σπίτια των ανθρώπων νεκροτομεία. Και αυτές οι καινούριες κουζίνες. Τις έχω άχτι. Δεν φτιάχτηκαν τυχαία έτσι. Ανοξείδωτες κουζίνες. Ανοξείδωτα ντουλάπια. Ψυγειοκαταψύκτης ανοξείδωτος. Νομίζεις πως θα τον ανοίξεις και θα ξεπροβάλει ένα πόδι με καρτελάκι. Μια ψυχή με καρτελάκι, δεν τη βλέπει κανείς. Πρέπει να το φωνάξει. Να διαφημίσει το θάνατό της. Ανοίγει φούρνους η νεκρή ψυχή, καθαρίζει, περιφέρεται. Υγρό που σκοτώνει τα βακτηρίδια του φούρνου. Μα ο φούρνος δεν έχει βακτηρίδια. Καμιά σημασία. Πες πως έχει. Πανάκεια τα νεκρά βακτηρίδια, ειδικά του φούρνου, για την ψυχή της γυναίκας. Που καθαρίζει λες και δεν πρόκειται να ξαναλερώσει. Ποτέ, κανένας, τίποτα.Σερβίρω καφέ, αδειάζω τα τασάκια, θυμάμαι ένα μονόπρακτο του Χάινερ Μύλλερ. Η ηρωίδα του γύρισε σπίτι της. Έκανε τα τηλεφωνήματα της επόμενης μέρας. Διευθέτησε τους λογαριασμούς. Άδειασε τα ντουλάπια της. Τα έφτιαξε. Καθάρισε το ψυγείο. Έκανε παρκέ. Ξεσκόνισε. Κάθισε μετά στην πολυθρόνα της. Με ένα πλεκτό. Είδε λίγη τηλεόραση. Και πριν πέσει στα ατσαλάκωτα σεντόνια της κατάπιε εκατό υπνωτικά. Συγύρισε τα κουτιά πριν πέσει. Ύστερα ο ανεξύπνητος. Επιθυμία θανάτου η απόλυτη τάξη.Όταν είσαι μέσα σου χάλια, λέει η μικρή σκορπίζοντας απλόχερα τα ψίχουλά της, το μάτι σου στέκει μόνο στο ελάττωμα. Ανύπαρκτη ζωή, ρυπαρή ζωή, ζωή-ύβρις. Τότε ανακαλύπτεις παντού το ρύπο. Απορρυπαντικά. Για τις νεκρές ψυχές εφευρέθηκαν. Είσαι μέσα σου καλά, το παιδί σου ζωγραφίζει τους τοίχους, στέκεις, κοιτάς, χαίρεσαι. Κάνεις μαζί του σύντομες φιλοσοφικές συζητήσεις πάνω στη φύση του ναΐφ αρνιού. «Ωραία το σχεδίασες. Χωρίς ουρά, ακόμα καλύτερο. Έλα να βάλουμε από πάνω και αστέρια».Στο σπίτι των Έκνταλ οι τοίχοι περιμένουν. Τον πιο μικρό να σηκωθεί να ζωγραφίσει. Στο σπίτι των Έκνταλ, το μισοκάθαρο από γιορτή σπίτι, δεν ζει πια το φοβισμένο κοριτσάκι. Τριών χρόνων και φώναζε: «Το παιδί θέλει να πάει στο χώμα. Το παιδί σας θέλει να πάει στο χώμα». Ό,τι έβλεπε έξω από το συγυρισμένο σπίτι, χώμα το έλεγε. Το σιντριβάνι ήταν χώμα. Τα βότσαλα στον κήπο, χώμα και αυτά. Χώμα η ταράτσα. Χώμα τα δέντρα και τα άλλα σπίτια. Σταυροκοπιούνταν οι οικείοι. Μακάβριο παιδί, όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα». Γρουσούζικο παιδί. Μέσα στο σπίτι οι νεκροί. Πορτρέτα πεθαμένων. Στιλβωμένα ασημικά. Πολυθρόνες-σαρκοφάγοι. Σπίτι-τεφροδόχος. Και την Κυριακή, πάντα ψάρι. Νεκρό δείπνο. Σιωπή στο τραπέζι. Πουθενά κόκαλα ψαριού. Κανένα ίχνος από ψίχουλο. Ο παππούς επόπτευε από το κάδρο. Τότε το παιδί τρόμαζε και όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα. Στο χώμα καλύτερα».Τώρα δεν θέλει, παρά τα φύλλα του φθινοπώρου. Να παραδέρνουν στο παρκέ της. Χωρίς τις θήκες τα CD. Η θεωρία της, των καλών ημερών... Πως τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας. Δεν γίνεται να σε κληρονομεί ο καναπές σου. Είναι βλακεία.Στο σπίτι των Έκνταλ, τα πόδια όλων πάνω στο τραπέζι. Το κρασί ξεβάφει το ξύλο τριανταφυλλιάς. Τόσο το καλύτερο, θα θυμάμαι για πάντα το μεσημέρι της Κυριακής. Που ακούμπησες το ποτήρι σου στο σεκρετέρ μου και ξέβαψε. Όσο θα υπάρχει σεκρετέρ εγώ θα το θυμάμαι. Μέχρι να ξεχαστεί στην άκρη του και ένα τσιγάρο σου αναμμένο. Και το σεκρετέρ να πάρει φωτιά. Και τότε ακόμα μεγαλύτερη χαρά στο σπίτι των Έκνταλ. Δύο τζάκια. Το ένα, το σεκρετέρ. Η τριανταφυλλιά καίγεται δύσκολα, θα αντέξει πιο πολλές ώρες η φωτιά. Εκτός και αν θέλουμε περισσότερη φλόγα. Πιάσε το οινόπνευμα. Αν θέλετε μπορούμε και την άλλη εβδομάδα να κάψουμε κάτι. Μέχρι να βαρεθούμε τις φωτιές και να αρχίσουμε να πετάμε νερά.Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη. Είκοσι δύο χρόνων. Είχε έναν τρόπο να ευγνωμονεί – ποιον, δεν ήξερε. Για τη μέρα που της χαρίστηκε. Ένα πρωί ξυπνάει, παραγγέλλει ένα φορτηγό με βότσαλα. Στρώνει το υπνοδωμάτιο. Πάνω κρεβάτι μπρούντζινο. Με ουρανό. Με γάζες. Ανοιχτά παράθυρα και το κρεβάτι ταξιδεύει. Ήρεμος άντρας, χαρούμενος κι αυτός. Είχε έναν τρόπο να την ευγνωμονεί. Για τα όνειρα που αφειδώς εφεύρισκε. Για να του τα χαρίσει. Κουβέντα για γδαρμένα πέλματα – ο άντρας. Χαρούμενη αυτή. Ξερά βότσαλα και το δωμάτιο, άλλοτε παραλία, άλλοτε καλύβα από πέτρα του Σουφ.Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη. Και έφτασε μέρα που το είδε. Εκείνο το αποτσίγαρο. Πεταμένο πίσω από ένα δέντρο. Ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Έπρεπε να ψάξεις πολύ για να το διακρίνεις. Γύρω τάξη νεκρική. Επιθυμία θανάτου. Μόνο το αποτσίγαρο. Το εκτός του οπτικού της πεδίου αποτσίγαρο. Δεν πολυφαινόταν. Αλλά υπήρχε. Το είχαν δει και άλλοι νεκροί. Βροχές διέλυσαν το φίλτρο, λίγος καπνός στη ρίζα του δέντρου. Το αποτσίγαρο. Βγήκε και το μάζεψε. Ένα αποτσίγαρο και μια ζωή τη χωρίζει από κείνη τη μέρα.Στο σπίτι των Έκνταλ, ημέρα Κυριακή, τα αποτσίγαρα μέσα στις γλάστρες. Καμιά φορά, όταν βαριέται, και στο ποτήρι μέσα. Ήμερες ψυχές, διασαλευμένη η έξω τάξη. Πού βρίσκεται η χαμένη κάλτσα; Στη χώρα με όλες τις χαμένες κάλτσες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Υπάρχει κάπου μια χώρα που μεταναστεύουν οι αταξινόμητες, αδιευθέτητες κάλτσες. Όλες μαζί. Το προτιμούν από το να πνίγονται η μία μέσα στην άλλη. Βράδυ, και στο σπίτι των Έκνταλ γυναίκα ήρεμη σέρνει ένα πιάτο στο κρεβάτι της. Ψάχνω για την κασέτα σου, βρίσκω μιαν άλλη. Πρόγευμα στο Τίφανυς. Τρώει τον κόσμο να ανακαλύψει τα χαμένα της παπούτσια η ηρωίδα. Βρίσκει μόνο το ένα. «Μπες μέσα, γείτονα. Ψάξε κι εσύ. Κροκοδειλένια μαύρη γόβα. Βρες τη μου».Έχεις δίκιο, φίλε. Όσο υπάρχει έστω και ένας καλός γείτονας, αδύνατον να χαθεί μια γόβα. Ηρωίδα χαρούμενη, ακατάστατη. Το άρωμά της στο γραμματοκιβώτιο μέσα. Για να μη χάνεται στο μπάνιο. Να σου πω μια καληνύχτα και να κλείσω. Νύσταξα; Καληνύχτα, φίλε. Έχε απόψε το κινητό δίπλα σου, φίλε. Μην ονειρευτώ αβαεία με παγκάρια και τρομάξω. Φίλε, Φάνυ, Αλέξανδρε, καλώς ήρθατε πίσω στο σπίτι των Έκνταλ.

Των εν ασκήσει λαμψάντων
Υπάρχει λοιπόν, ομορφιά μου, κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου. Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα. Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτόν. Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: Χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα. Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά. Παίζω λοιπόν, χαρά μου – παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την Τέχνη της. Γιατί δεν μπορώ να εννοήσω και να εννοηθώ παρά σαν αυτουργός της κατασκευής μου. Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται εν τέλει παρά μόνο από τον τρόπο που ο ρόλος μου επινοεί τον εαυτό μου. Στον έρωτα, για παράδειγμα. Όποτε μπαίνω στον ολέθριο χώρο χωρίς το δραματουργικό μου οπλοστάσιο, καταλήγω ένας Δον Κιχώτης σε λαϊκή έκδοση τσέπης. Ο ήρωάς μου, αν θυμάσαι, δεν μπορεί να εστιάσει στο θέμα του, δεν δύναται να εκφραστεί, του αρκεί η απλή αναφορά του ανόητου ονόματός της –Δουλτσινέα– για να γίνει γελοίος. Πόσο την αγαπάει, δεν ξέρει να το πει. Για να δηλώσει την αγάπη του, κάνει μια τούμπα στον αέρα, η πουκαμίσα του σηκώνεται, ο κώλος του μένει έκθετος μπροστά στα μάτια του υπηρέτη του. Ο Δον Κιχώτης εκείνη τη στιγμή είναι ο εαυτός του, αν με εννοείς. Μεγαλειώδες, θα πεις. Θα έκλαιγες μπροστά σε μια τέτοια σκηνή, ναι, είμαι σίγουρη, θα έκλαιγες. Μεγαλειώδες, αλλά και πάλι. Άχαρο. Διόλου δεν το θέλω.Γιατί λοιπόν να είμαι ο εαυτός μου, αφού μάλιστα αγαπώ τόσο τη μίμηση; Αφού συντάσσομαι με αυτό που λέει ο Τόμας Μαν: «Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν παρά να μιμείται πάντοτε κάτι που ήδη συνέβη». Εκ γενετής σμίλευσα ένα και μόνο ρόλο, συρραφή από αγαπημένους θεατρικούς εαυτούς μου. Ξεκίνησα σαν Νίνα –έλεγα μονόλογο πηδώντας σκοινάκι– «Όταν τον δείτε, μην του πείτε τίποτα. Τον αγαπώ περισσότερο από πριν». Μετά πρόσθεσα λίγη ιψενική Νόρα. Άνοιξα υπάκουα το στόμα μου, «για να δω μήπως το κοριτσάκι μου έφαγε σοκολατάκι και θα καταστρέψει τα δόντια του; Είπαμε. Όχι σοκολάτα». Άλλες θεατρικές σεζόν ήμουν μια τέλεια θλιμμένη Μελισσάνθη – τι να τον κάνω τον ασαφή σου μακρόκοσμο, θα μείνω στον τιποτένιο κήπο μου, μωρό μου. Και πόσο τέλεια Άλκηστις υπήρξα... Μόνο εγώ από όλες τις τραγικές ηρωίδες θα γινόμουν εκουσίως Χείρωνας, θα κατέβαινα στον Κάτω Κόσμο για να ζήσει ο Αδαής. (Για να μη μάθει ποτέ πώς έζησε.) Μετά βαρέθηκα και έγινα η Λαβίνια. Όχι η μουγγή από τον Τίτο Ανδρόνικο – τότε ακόμα, μουγγή με τίποτα. Η άλλη, του Τόμας Έλιοτ. Αυτή, του Κοκτέιλ πάρτυ. Που φεύγει και κανείς δεν ξέρει πού πάει, αλλά πάντα επιστρέφει. Ό,τι ρόλο όμως και αν έπαιζα, ένα μυστήριο πράμα, προς το φινάλε το γύριζα πάντα σε νύφη. Εκεί επινοούσα τον πραγματικό εαυτό μου. Νύφη που κακοπάθησε –σε όλες τις παραλογές του δημώδους– νύφη από την Κούλουρη (α λα très Gaultier), μα πάνω από όλα νύφη από το Ματωμένο γάμο... «Και με όλα τα παιδιά του γιου σου κρεμασμένα πάνω από τα μαλλιά μου, εγώ πάλι θα έφευγα με τον άλλον, αν μου το ζητούσε». Και πάει να εγκατασταθεί στο βασίλειο της δοκιμασίας.Γι’ αυτό παντρεύτηκα με μαύρο νυφικό. Γιατί είχα παράσταση και ήθελα να είμαι μια μικρή Νουρία Εσπέρτ – και έτσι τη σκηνοθέτησα ανδαλουσιάνικα και της φόρεσα μαύρα της νύφης μου. Να αλλάξω λες διανομή; Μπα. Το αποκλείω. Δεν ξέρω να παίζω Μις Τζούλιες. Είμαι σαν τους ηθοποιούς του θεάτρου Νο, που ασκούνται σε ένα και μοναδικό ρόλο – μια ζωή. Γεννήθηκα νύφη, λέω σαν νύφη να συνεχίσω να κάνω καριέρα. Και είμαι τόσο γεννημένη νύφη που ποτέ δεν κατάλαβα πως χώρισα. Απλώς ξαναπαντρευόμουν. Έτσι το θέτω εγώ. Αυτή είναι η περίπτωσή μου. Όλη μου η ψυχανάλυση σε τρεις λέξεις. Οτιδήποτε άλλο (φλερτ, ραντεβού, διαθεσιμότητες, συμβιώσεις, δεσμοί, τηλεφωνήματα και ένας που δεν είναι άντρας μου), όλα αυτά τα επίπονα με κάνουν καρδιακή. Με βγάζουν από το οικοσύστημά μου. Δεχτείτε με λοιπόν, ω περιπέτειες της αρετής μου εσείς, έκθαμβοι αναγνώστες, με την αβλαβή (;) τρέλα μου. Έτσι θα πάω να κάνω οντισιόν στο Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας. Σαν τον Άντονι Πέρκινς – τελευταία σκηνή του Ψυχώ. Που καθόταν τυλιγμένος στην κουβέρτα του και δεν πείραζε τη μύγα – και αν με δει ο δεσμοφύλακας, θα καταλάβει πόσο άκακος είμαι. Πως ούτε μια μύγα πειράζω, θα κάθομαι στη σκηνή σιωπηλή –ένας κάθετος, εξπρεσιονίστικος φωτισμός θα πέφτει–, δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα, όλοι ξέρουν ότι συνέχεια παντρεύομαι, θα καταλάβουν. Πως αυτός ο ρόλος γράφτηκε πάνω μου. Πως καμιά δεν θα τον παίξει καλύτερα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου