Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Χρόνια πολλά στη σπουδαιότερη ελληνίδα ποιήτρια,την Κική Δημουλά (6/6/1931)


6/6/1931 γεννιέται η Κική Δημουλά: «Θα ήθελα να είμαι συνομήλικη με το αιώνιο»
Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός μιλάει στο «Βιβλιοδρόμιο» για τη σύγκρουσή της με τη λογική, για την απήχηση του έργου της, το Ίντερνετ αλλά και το επεισόδιο της Κυψέλης. Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι του σκηνογράφου και εικαστικού Ντίνου Πετράτου (όπου και έγινε η συνέντευξη με την Κική Δημουλά), σε έναν «τοίχο» του facebook αναρτήθηκε ο στίχος της, «Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;».

Δεν ξέρω αν η μέγιστη επιτυχία για έναν ποιητή είναι να γίνει viral στο Διαδίκτυο (ίσως και αδικώντας τον με το να αποσπάμε φράσεις από το έργο του ως σλόγκαν), σύνθημα στον τοίχο, απαντοχή ερώτων και καημών ή κάτι από αυτά συν την κριτική αξιολόγηση των ειδικών της λογοτεχνίας.

Ξέρω πως η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά έχει κατακτήσει και τους δύο κόσμους, αν και ανοχύρωτη η ίδια από την ψηφιακή κυριαρχία (βέβαια γράφει σε λάπτοπ πια).

Ας μην ξεχνάμε τον διάλογο που άναψε η αποστροφή του λόγου της σε εκδήλωση στην Κυψέλη τον Μάιο του 2013, που τότε αξιολογήθηκε ως «ξενοφοβική».

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι συχνά το όνομά της επανέρχεται με αφορμή την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας, προσφάτως εκδόθηκε η ανθολογία ποιημάτων της, με τον τίτλο: «The Brazen Plagiarist» («Η θρασεία λογοκλόπος») από τη Margellos World Republic of Letters (MWRL) του Yale University Press, σε αγγλική μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου και της αμερικανίδας ποιήτριας Ρίκα Λέσερ, ενώ πρόσφατη είναι και η κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής της «Δημόσιος καιρός» από τον Ίκαρο.

Ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (σύμφωνα με τον κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου) κατόρθωσε να διεισδύσει σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, να μεταφράζεται σε διάφορες γλώσσες και να αποτελεί είδηση κάθε της παρέμβαση ή θέση στον δημόσιο λόγο.

-Τελευταία φορά, σας είδα στην Κυψέλη. Μιλήσατε εκεί, στην εκδήλωση των Ατενίστας, και μια αποστροφή του λόγου σας για τους μετανάστες ερμηνεύτηκε στο Ίντερνετ - και όχι μόνο - ως ρατσιστική.

Αν εσείς δεν ήσαστε παρών εκείνο το απόγευμα της διαστροφικής παραποίησης όσων είπα και δεν είχατε τιμίως φροντίσει να δημοσιευθεί το απομαγνητοφωνημένο κείμενο του τι ακριβώς εξέφρασα, θα είχα ολότελα αποκεφαλιστεί. Αλλά για να μη δυσφημήσουμε την Ελλάδα περισσότερο από όσο το πετύχαμε, καλό είναι να μη γίνει ευρύτερα γνωστό ότι δήμιοι ήταν πνευματικοί άνθρωποι. Ευτυχώς υπάρχουν και «ανθρωπιστές».
Μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου παράγεται σήμερα, όπως ξέρετε, στο Διαδίκτυο. Πώς τα πάτε με όλα αυτά;
Με ενοχλεί που δεν νέμομαι όλες αυτές τις κοσμογονικές διευκολύνσεις. Αλλά φοβάμαι ότι αν παραδοθώ στη γοητεία τους, μόνο ιούς θα μεταδώσω στη φιλάσθενη προοδευτικότητά μου. Είδα κι έπαθα να απεξαρτηθώ από τη γραφομηχανή και να εθιστώ σε ένα λάπτοπ. Γράφω με το ένα δάχτυλο, έχω μάθει να σβήνω, αλλά ξεχνώ να αποθηκεύω και να σώζω - δεν υπάρχει σωτηρία.

-Στο Ίντερνετ πάντως συχνά αναπαράγουν μέρος του έργου σας. Άραγε, η διείσδυσή σας οφείλεται και σε μια ανάγκη για γρήγορες απαντήσεις μέσω ρήσεων ή θραυσμάτων λόγου;

Ψήφους δεν μετρώ για να ξέρω πόσο ευρύ είναι το αναγνωστικό μου κοινό. Ξέρω μόνο ότι το υπάρχον δείχνει πως αγαπάει τα ποιήματά μου και αυτό με ανεφοδιάζει με... καύσιμα. Με εκπλήσσει πολύ ευχάριστα και ενθαρρυντικά ότι μέρος αυτού του κοινού είναι νέοι άνθρωποι, άρα και φορείς του μέλλοντος, όχι μόνο του δικού τους αλλά και κάθε εκκρεμότητας που αφήνει το τεμπέλικο παρόν φεύγοντας. Βέβαια, συχνά αναρωτιέμαι τι προκαλεί, ειδικά στους νέους, αυτή τη σύμμαχο θερμότητα προς την προσπάθειά μου. Τελικά, το ερώτημα αυτό, ως αναπάντητο, παραμερίζεται από τη συμφερτική για μένα ερμηνεία ότι το ένστικτο είναι ίσως πιο ώριμο από την ηλικιακή ωριμότητα. Και για να επανέλθω στο πόσο συνετή θέλω να είμαι, αποδίδω εν πολλοίς τα θετικά αισθήματα όσων με διαβάζουν στο ότι είμαστε προσηνείς άνθρωποι και εγώ και ο γραπτός μου λόγος. Και εγώ και εκείνος δεν απομακρυνόμαστε από το να είμαστε καθημερινά, επαναλαμβανόμενα πλάσματα και συνειδητοί υμνητές της δυναμικής καθημερινότητας. Δυναμική αφού, επαναλαμβανόμενη, μοιραία με ωθεί συνειδητά να επαναλαμβάνω την... επανάληψη χωρίς ενοχές, εκτιμώντας ότι αυτή είναι που μας προμηθεύει διάρκεια και αντοχή, προϋποθέσεις για να αντιμετωπίζονται όλα τα απρόοπτα και τα αναμενόμενα, κυρίως όμως για την αέναη ουτοπική αναζήτηση του περιζήτητου... ανεπανάληπτου.

-Δηλαδή, ο προσηλυτισμός του όποιου κοινού στην ποίησή σας δεν οφείλεται αμιγώς στην αξία της; Το αποκλείετε;

Δεν το αποκλείω, απλώς οφείλω να είμαι αβέβαιη όσο βέβαιη κι αν είμαι για το ότι η ποίησή μου, αν μη τι άλλο, σκέπτεται και σοβαρολογεί, πέραν ίσως του δέοντος. Αλλά αυτό δεν με καθησυχάζει γιατί ξέρω ότι ο αναγνώστης διαβάζει ένα ποίημα χωρίς να πολυερευνήσει πώς επετεύχθη, με τι υλικά χτίστηκε αυτό το εύρημα. Δεν ξεχνώ άλλωστε τι έχει πει ο Σεφέρης σχετικά με τους αναγνώστες: πως σχεδόν καθένας που διαβάζει ένα ποίημα, γράφει ταυτόχρονα ένα άλλο, δικό του. Κάπως έτσι, μέσω της ταύτισης, γίνεται βατό το άβατο εν γένει της ποίησης.

-Και με ποιο τρόπο το επιτυγχάνει αυτό ο αναγνώστης. Καταργώντας το πρωτότυπο;

Όχι βέβαια καταργώντας. Λίγο παρερμηνεύοντας κάποια σημεία, λίγο τροποποιώντας άλλα ή και καταργώντας ό,τι δεν μπορεί να το μεταμορφώσει σε οικείο. Υποθέσεις κάνω γιατί δεν έχω και ελευθέρας να μπαινοβγαίνω σε σκοτεινές μυστηριώδεις λειτουργίες και μάλλον υποσυνείδητες.

-Από κάποιες δημοσιευμένες απόψεις σας συμπεραίνω ότι πιστεύετε στο θαύμα της επιμονής ή και της εμμονής…

Δεν πιστεύω ακριβώς. Συγκρούομαι με τη λογική: φαντασιώνομαι, για παράδειγμα, ότι χτυπώ - χτυπώ μια ξένη πόρτα. Δεν ανοίγει. Ξαναχτυπώ πάλι και πάλι. Τίποτα. Φανερό ότι δεν είναι κανένας μέσα. Επειδή όμως πίσω από το φανερό κρύβεται το αφανέρωτο, είμαι ικανή να περάσω τη μισή ζωή μου κρούοντας επίμονα τη θύρα και παρενοχλώντας την απουσία. Ώσπου κάποια στιγμή σαν να ακούω βήματα από μέσα και η πόρτα ανοίγει. Επομένως, με την επιμονή δημιουργώ κάτοικο. Άρα δικαιώνεται η ελπίδα μου ότι όλα τα μη ενδεχόμενα... κατοικούνται.

-Αλήθεια, ποιες οι επιδράσεις σας; Ο σύζυγός σας ποιητής Άθως Δημουλάς μοιάζει να περπατάει - παρότι απών πια - στις σελίδες σας…

Έχω την τάση να πιστεύω ότι είμαστε γεμάτοι επιδράσεις, προτού καν ολοκληρωθούμε ως ύπαρξη. Αδιαμόρφωτες μεν, αλλά αχνά προσαρμοσμένες στις ροπές μας εκείνες τις οποίες μας εμφυσά η φυσική μας μητέρα, η αβεβαιότητα, κατά το διάστημα που μας κυοφορεί. Βάλλω δηλαδή κατά της θεωρίας ότι ερχόμαστε στον κόσμο σαν «άγραφο χαρτί» και ότι μπορεί να μας μουντζουρώνει με τα συνθήματά της η κάθε αναρχική αντιξοότητα. Όσο για τον Άθω, πράγματι περπατάει σε όλες τις σελίδες και του βίου μου και των ποιημάτων μου, φανερός και πότε πότε με προσωπείο. Εκείνος με ανέσυρε από τα στιχάκια και με έσπρωξε, δεν ξέρω πόσο παραπέρα, πάντως μέχρι εδώ που είμαι. Όχι ως δάσκαλος αλλά ως ποιητής-εκσκαφέας του βάθους που ήταν.

-Αλήθεια, γιατί γράφεται σήμερα στην Ελλάδα τόση ποίηση;

Ακούστε, δεν θέλω να σχολιάσω το σύμπτωμα γιατί και εγώ υποψήφια ποιήτρια θέλω να γίνω. Όπως ίσως ξέρετε, ουδέν δημιουργικότερον από την ματαιοπονία. Εξάλλου και οι αδιαμφισβήτητα φτασμένοι ποιητές υποψήφιοι ποιητές παραμένουν, με την έννοια ότι η ποίηση δεν παραχωρεί ποτέ το καλύτερό της. Το κρατάει για τον εαυτό της, ως τροφή για το ανεξάντλητο της σημασίας της. Συμπληρωματικά, υποθέτω ότι το φαινόμενο υπερπαραγωγής ποίησης οφείλεται στο ότι μέσω αυτής επιδιώκεις να ξεφορτωθείς μόνο τον εαυτό σου, ο οποίος κατά τη νεότητα είναι ιδιαίτερα πιεστικός ως απροσάρμοστος.

-Και γιατί αντίστοιχα δεν γράφεται σήμερα τόσο πολλή πεζογραφία;

Η πεζογραφία έχει πολύ κουραστικότερη ευθύνη. Επωμίζεται τον εμφύλιο σπαραγμό πολλών ψυχών προκειμένου να κατακτήσει καθεμιά το έδαφος της διαφορετικότητάς της. Και αυτό απαιτεί από τον συγγραφέα μια σύνθετη αντιεγωιστική ετοιμότητα.

-Διαβάζετε;

Με πατάτε εκεί που πονάει. Διαβάζω πολύ λιγότερο από όσο θέλω. Οι λόγοι είναι ανιαροί και ασυγχώρητοι, όπως ασυγχώρητη είναι και η ηλικία μου - ένας λόγος και αυτή, ίσως ο πιο υπεύθυνος για όλους τους άλλους... Η πιο γκρινιάρα πάντως και απρόθυμη να χρησιμεύει είναι η μνήμη μου. Ισχυρίζεται ότι γέρασε και ξεχνάει. Ενώ δώσε της λύπες και πάρ' της την ψυχή. Με το νι και με το σίγμα τις θυμάται, μέχρι και τι όνομα και επίθετο είχε το κάθε δάκρυ και πόσων ετών θα είναι τώρα. Με στενοχωρεί κυρίως το πόσο δεν με βοηθάει να συγκρατώ ούτε καν τις λίγες σελίδες ενός βιβλίου που διάβασα μόλις χθες. Και αναγκάζομαι να γυρίζω πίσω, να ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ και να προχωρήσω. Εν ολίγοις, σισύφειο έργο και θύματά του, δυστυχώς, σπουδαία βιβλία συγγραφέων που αγαπώ και τα οποία αδιάβαστα - ιδίως τα πολυσέλιδα - με κοιτάζουν επιτιμητικά. Μα και αυτά τα ευλογημένα, σαν να το είχαν πια σίγουρο ότι θα προφτάσω.

-Έχετε νιώσει την ανάγκη, όπως παλαιότερα άλλοι ποιητές, να επιδοθείτε στον δοκιμιακό λόγο;

Αυτή τη φιλόδοξη ανάγκη δεν την έχω αισθανθεί. Δεν έχω άλλωστε ούτε τον κατάλληλο οπλισμό ούτε την περιέργεια. Αρκούμαι σε αυτό που διαβάζοντας το προσεγγίζω, μερικώς βέβαια αλλά σχεδόν αλάνθαστα, χάρη στην αυτοδίδακτη παρατηρητικότητά μου.

-Πώς αντιμετωπίζετε τη φιλολογία για το Νομπέλ που πάντα σας ακολουθεί;
Όπως ακριβώς το λέτε: φιλολογία.

-Δεν αισθάνεστε εγκλωβισμένη λίγο ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών; Πώς λειτουργεί αυτή η ιδιότητα;

Κάθε μέρα όλο και εντονότερα αισθάνομαι ότι η Ακαδημία με τίμησε υπέρμετρα, εκλέγοντάς με μέλος της.

-Γνωρίσατε σημαντικούς ανθρώπους;

Ναι είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς παλαιότερους σημαντικούς ανθρώπους και έχω την τύχη να γνωρίζω τους νεότερους με άξιο έργο. Δεν τους αναφέρω γιατί δεν θέλω ούτε να παραλείπω ούτε να εξαίρω. Από τον καθένα πήρα ό,τι μου δόθηκε ερήμην μου και αυτό, εν συνέχεια, το απορρόφησαν πάλι ερήμην μου οι ελλείψεις μου.
Ν. Μανιάτης  | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 11/10/2014 08:00 |

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου