Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

44 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη,«Αργοναύτες»,(συλλογή Μυθιστόρημα,1935)

Συλλογή Μυθιστόρημα
      Δ΄
Αργοναύτες

Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτῇ βλεπτέον:

τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή

δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό

και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.

Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα

που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.

Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς

με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους

δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Πέρασαν 44 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη,του βαθυστόχαστου  ποιητή που έφερε μέσα του το βάρος της προσφυγιάς ,της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης,των πολιτικών λαθών και τα εξέφραζε ποιητικά με ιδιαίτερους συμβολισμούς, καθιστώντας τους ήρωες των ποιημάτων του διαχρονικούς και πάντα εύστοχους σχολιαστές της  πολιτικής επικαιρότητας .Σήμερα λοιπόν, 80 χρόνια μετά την έκδοση της συλλογής Μυθιστόρημα ,η περιπέτεια του ελληνισμού και της χώρας συνεχίζεται.Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση,ο λαός και πάλι καλείται να κρίνει και να κριθεί με τις επιλογές του και ο λόγος του Σεφέρη ηχεί τόσο σοφός και εύστοχος.Οι σύντροφοι,ο λαός που ακάματα για χρόνια  τραβάει το κουπί στο μεγάλο καράβι της χώρας,που υπακούει στις εντολές,που επιτελεί το καθήκον του ,που δέχεται τις κακοτοπιές και πληρώνει τα λάθη, εν τέλει εξαντλημένος και ταπεινωμένος εγκαταλείπει το ταξίδι,χάνεται,τελειώνει.Μα το χειρότερο είναι πως το λαό αυτόν κανείς δεν τον θυμάται , στερείται το δικαίωμα να μνημονεύεται
για ό,τι πρόσφερε και το ανατρεπτικό είναι πως η λήθη αυτή χαρακτηρίζεται δίκαια!Δικαιοσύνη λοιπόν,διότι θα μπορούσε να αναλάβει πιο δραστήριο ρόλο στην πορεία του ταξιδιού,επειδή θα ήταν αποτελεσματικότερο να είναι ανυπάκουος,να αγωνίζεται διαμαρτυρόμενος και όχι σιωπώντας,να διεκδικεί και να αποτινάξει την ετικέτα του καλού παιδιού.Τελικά ο εχθρός μας,αυτός που μας κρατά στάσιμους και αναποτελεσματικούς είναι ο εαυτός μας.Ας κοιτάξουμε στον καθρέφτη ,όταν ψάχνουμε για εχθρούς κι εμπόδια,στον καθρέφτη!

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Μαλβίνα Κάραλη :«Η εκδρομή », «Οι Έκνταλ γιορτάζουν», «Των εν ασκήσει λαμψάντων»


Σήμερα,13 χρόνια από τη μέρα (7/6/2002) που η Μαλβίνα έφυγε,νομίζω πως είναι ολοφάνερο ότι  η απουσία της δεν αναπληρώθηκε και ότι κάποιοι άνθρωποι τελικά αποδεικνύονται όντως αναντικατάστατοι παρά τα όσα λέγονται για το αντίθετο.Ακολουθούν τρία από τα τελευταία της κείμενα .
Η εκδρομή
Τι ήταν το Λιμένι. Τι θάλασσα είχε το Λιμένι. Δεν ξέρω. Δεν πρόσεξα τίποτα. Η ουσία είναι πως, τρία χρόνια μετά, κοιτούσα από το παράθυρο τους ουρανοξύστες του Μανχάταν και είχα στο νου μου το Λιμένι. Διαδρομή προς το Λιμένι – δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Όπως ένα φως άσπρο. Τα μάτια μου άνοιγαν λίγο λίγο. Μέσα μου επαναλάμβανα «η μικρή Ε-λέ-νη απ’ το Κω-στα-λέ-ξι πή-ρε α-μπά-ρι-ζα και βγαί-νει». Είχα να ταξιδέψω καιρό. Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος να σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού σου. Πώς το λέει ο Πεσόα; «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω». Καθόμουν ήσυχη, με πληγωμένα βλέφαρα, το ηλιοβασίλεμα συνέπεσε με τη διαδρομή, πρέπει να ήταν εξαίσιο ηλιοβασίλεμα, για μένα ένα ηλιοβασίλεμα είναι ένα ηλιοβασίλεμα, δεν υπάρχει λόγος να το διαπιστώσεις στη Σαντορίνη ή στην Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόσεξα σχεδόν τίποτα στη διαδρομή, μόνο κάτι νεκροθάφτες σε μια στροφή του δρόμου. Έτρωγαν τυρόπιτες ακουμπισμένοι πάνω στη νεκροφόρα, μέσα το φέρετρο, ένα ξύλο ανοιχτόχρωμο, θλιβερό, με έπιασε μεγάλη στεναχώρια.Όχι για τον νεκρό, μα για το φέρετρό του. Στροφές πολλές, λίγες κουβέντες στη διαδρομή, «μου αρέσουν οι ελαιώνες», εμένα πάλι όχι (αλλά αφού σου αρέσουν, μια άλλη ματιά και φοβάμαι πως θα μου αρέσουν και μένα). Τι παράσταση είχαμε δει στην Επίδαυρο ούτε που πρόσεξα, ήμουν έξω ξανά και είχα ταραχή (η μικρή Ελένη απ’ το Κωσταλέξι), το Λιμένι, αν υπήρχε Λιμένι δηλαδή, αργούσε να φανεί, υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να βρίσκεται κάπου στη Μάνη. Δεν θυμάμαι. Σχεδόν τίποτα, μόνο αλλεπάλληλες στροφές. «Μα δεν είναι υπέροχα δέντρα οι ελιές;». (Ναι, είναι υπέροχα, πώς δεν το είχα προσέξει;) Ποιος είναι αυτός που μιλάει για ελιές; Ευγενικό προφίλ. Δεν ήξερα. (Σιγά μην τυχόν και δεν ήξερα.) Συγγενής από πάντα. Σημασία έχει πως τα έκανε όλα να μοιάζουν ωραία. Αν μπορούσα να τα ονομάσω έτσι ωραία που τα έκανε, θα διάλεγα το φτωχό λεξιλόγιο εκείνου που μιλάει όπως νιώθει, όχι όπως πρέπει να νιώθει. Αλλά δεν μπορούσα. Επί χρόνια ήμουν αναγκασμένη να μιλάω όπως πρέπει. Ακόμα και το να μιλάω όπως δεν πρέπει ήταν φτιαγμένο με τη λογική τού όπως πρέπει να μην πρέπει... Πού στο διάολο είναι το γαμημένο Λιμένι. Στροφές και ελιές και νεκροθάφτες, κάπου να φτάσουμε, κουράστηκα. Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξαναβγαίνεις στον κόσμο; Γαλάζιος ουρανός, σταχτιές ελιές, εγώ πάλι αγαπώ τα αλγερίνικα τοπία, η σύζευξη του γαλάζιου με το πράσινο μου φαίνεται φρικτή, θέλω γκρι της πέτρας, άσπρο του ασβέστη, άντε μια φραγκοσυκιά στη μάντρα – και εκεί μόνο μού χωράει το γαλάζιο της θάλασσας. «Θα δούμε και τους πύργους εκεί που θα πάμε;» «Θα τους δούμε και τους πύργους».Τρία χρόνια πέρασαν, τους πύργους τους είδα, δεν τους θυμάμαι. Μόνο λίγο φως που έμπαινε από τις πολεμίστρες. Ένας άλλος τόπος, δεν τον είδα, μπορεί να λεγόταν Πόλη, μπορεί Αρεόπολη. Ίσως και τα δύο μαζί ή και τίποτα από τα δύο. Δεν θυμάμαι. Μόνο κάτι κουλουράκια αγορασμένα από το φούρνο. Έσταζαν λάδι. Και μετά κάτι ξενώνες, και εκεί ήταν το Λιμένι. Στη ρεσεψιόν μάς έδωσαν ένα κλειδί κρεμασμένο από μια πλάκα τεράστια. Θεέ μου, φύλαγε, τι πλάκα ήταν αυτή! Μπρούντζινη, μεγάλη σαν πεντοχίλιαρο, ίσαμε μισό κιλό θα ζύγιζε και πάνω το νούμερο του ξενώνα. Η βαλίτσα μου χύμα στο ισόγειο, η δική σου στο μετζοπάτωμα. Μπρίκι για καφέ πάνω στο ψυγειάκι, έναν τούρκικο τώρα τον έπινα, από το παράθυρο μια θάλασσα, κάτι μπλε τέλος πάντων, τι τοπίο ακριβώς δεν θυμάμαι. Κάθισα στο παράθυρο, μπροστά το συγκεχυμένο τοπίο. Ποια ήμουν δεν ήξερα, τι ήθελα εγώ τόσο μακριά από την καταπακτή μου δεν ήξερα, ένα μόνο ήξερα. Πως όλα τα ταξίδευα, γιατί όλα ήσουν. Πίστεψέ με. Όλα. Τοπία, σπίτια, όλα. Και κανένα ταξίδι δεν θα ταξίδευα αν δεν μου έδινες το χέρι να βγω από την καταπακτή. Μια μεγάλη ταράτσα – «τι καφέ θες;», δεν θέλω καφέ, «έναν εσπρεσσάκο», θέλω δάκρυα τώρα, ευτυχώς φεύγεις για λίγο, κοιτάζω τη θάλασσα, τα βλέπω όλα. Όλα τα μεγάλα ποτάμια. Εκεί. Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου. Όλα τα βουνά και ακόμα περισσότερα από όσα υπάρχουν στη γη. Εκεί. Κατηφόρα από το Λιμένι προς την παραλία, δεν ξέρω τι είναι το Λιμένι. Μπορεί να μην είναι καν τόπος. Μπορεί να είναι μόνο όνομα ξενοδοχείου. Λιμένι Οτέλ, με μια πλακέτα μπρούντζινη ίσαμε μισό κιλό το κλειδί.(Το τελευταίο ταξίδι της πριν θαφτεί ζωντανή ήταν στην Ανδαλουσία. Ήθελε να πάει να βρει το διαφορετικό φως. Έφτασε και δεν τυφλώθηκε. Διέσχισε όλη την Ισπανία, δεν διέσχισε παρά τη μονοτονία του εαυτού της.)Φιλικοί άνθρωποι στην παραλία, που μπορεί και να λεγόταν Λιμένι, ήμουν απίστευτα ευτυχισμένη, με έναν τρόπο πάντα γνώριμο, πάντα ασαφή, τόσο που ήθελα δάκρυα, τρώω το ψάρι μου, μου λες να μη σου καθαρίζω το δικό σου, δεν σου αρέσουν οι φροντίδες, εντάξει. Και δεν ρωτώ, δεν ψάχνω παραπέρα. Τρία χρόνια μετά. Νέα Υόρκη. «Τελικά έρχομαι για μια εβδομάδα. Τι θες να σου φέρω από το σπίτι;» Η Μαριανίνα. «Τι έχεις πεθυμήσει, μανούλα μου; Ρούχα, παπούτσια; Τα ξώφτερνα του Ντολτσίνι, ίσως; Κανένα CD, κανένα βιβλίο;» Τίποτε από όλα αυτά. Το κλειδί που έκλεψα, κράτησα πες, από το Λιμένι. Αριστερό συρτάρι σκρίνιου, κάτω από τα γράμματα. Μισό κιλό μπρούντζος, θα το βρεις εύκολα. Μισό κιλό μπρούντζος και ταξίδεψε Αθήνα-Νέα Υόρκη.Η Μ. ήρθε, έφυγε, το κλειδί μου ήταν εκεί. Κρυμμένο στο κομοδίνο την ημέρα. Τις νύχτες, όμως, το έβγαζα και το κρατούσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Μέχρι που μια μέρα ξεχάστηκα και το είδες. «Τι είναι αυτό;» ρώτησες. Τι να πω. Ένα κλειδί που ταξιδεύει είναι από κάθε άποψη κουτό πράγμα. Η εξήγηση θα ήταν ακόμα κουτότερη. «Δεν ξέρω τι είναι», είπα αδιάφορα. «Βρέθηκε μέσα στη μικρή βαλίτσα. Δεν μου θυμίζει τίποτα. Ποιος ξέρει». Έκανα πως έβλεπα τηλεόραση μετά. «Δεν θυμάσαι;» μου λες. «Ήταν το ξενοδοχείο στη Μάνη». «Α, ναι; Και πώς παράπεσε ολόκληρο κλειδί στη βαλίτσα μου;» Δεν ήξερα, πού να ξέρεις εσύ άμα δεν ήξερα εγώ; Κάθισες μετά λίγο και τα είπαμε. Ένα ταξίδι είναι κάτι εφήμερο, σκεφτόμουν. Το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο. Κόντευε να ξημερώσει, σηκώθηκες να πας για ύπνο, και τότε –χωρίς να με ρωτήσεις– με το καληνύχτα, άπλωσες το χέρι και πήρες το κλειδί. Δεν το ξαναείδα. Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα, γαμημένο Λιμένι, καληνύχτα θησαυρέ μου, είμαι ψεύτρα για να μην είμαι κουτή, κάνω ευχή για σένα απόψε: Η ζωή σου. Η ζωή σου η τωρινή και η ζωή σου η μελλοντική. Όπου και να είναι ακουμπισμένη, να είναι πάντα απαλλαγμένη από όλα όσα, για τα όνειρα και για ταξίδια, είναι άχρηστα.Ποτέ δεν ξανάγινε λόγος για το κλειδί, δεν ξαναείδα το κλειδί μου, το κλειδί μου είναι στα χέρια σου, το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο.

Οι Έκνταλ γιορτάζουν
 Σπίτι ακατάστατο. Εσύ το λες ζωισμένο. Βιβλία στο πάτωμα. Τα παιδιά στην τραπεζαρία. Με τους φίλους τους. Ο μικρός με το κορίτσι του. Για κοίτα. Γέλια – μια ξεχασμένη κατσαρόλα καίγεται. Μαχαιροπίρουνα χτυπάνε ακόμα πού και πού πάνω στα κρύσταλλα. Μουσικές και μουσικές. Κυριακή μεσημέρι – μια οικογένεια που σαν ανοιχτό όστρακο, αλλά προστατευμένη φαίνεται. Κόκκαλα ψαριού πάνω στην παλισάνδρη της τραπεζαρίας. Ίχνη λαδολέμονου στα όμορφα μουτράκια τους. Στο Β&Ο ο Πέρυ Μπλέικ σου. Τους αρέσει.Στο καθιστικό μετά. Καναπέδες και τραπέζια προορισμένα να υποδεχτούν φιλικά πόδια. Το πιν απ της οικογένειας οκλαδόν. Η όμορφή μου αδυνατούλα με τα αθλητικά της. Ώρα για ζάχαρες. Τα σορμπέ μου, δεν μπορείς να πεις. Το καλύτερο σερβίρισμα της πόλης. Χρώματα ροζ και βερντεμέντε. Λιωμένες σοκολάτες και κουλίς. Και λίγη άχνη. Να μας συντρέξει το πνεύμα του Τζάσπερ Τζόουνς. Ψηλά τα ποτήρια. Κολονάτα ποτήρια, κάθε μέρα γιορτή. Μικρή μου Φάνυ, μικρέ μου Αλέξανδρε, και εσύ Ισμαήλ. Παίρνω αγκαλιά το μωρό με τα λακκάκια. Θα βγάλω λόγο. «Εμείς οι Έκνταλ. Ίσως δεν είμαστε γεννημένοι για να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Ίσως δεν αφήσουμε ίχνος στον πλανήτη. Η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει και χωρίς εμάς. Εμείς οι Έκνταλ είμαστε προορισμένοι για να υμνήσουμε τη ζωή. Τη χαρά. Τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Το γέλιο ενός μωρού. Ένα κρασί γεννημένο από ήλιους και όχι από καταχνιές. Τον έρωτα. Χορέψτε τώρα. Οι Έκνταλ γιορτάζουν». Αυτό με τρελαίνει. Η έξαψη της χαράς. Που ξεβάφει στα μάγουλα με το δεύτερο ποτήρι. Μετά το σώμα δεν αμύνεται. Λυμένοι οι ώμοι στα μαξιλάρια του καναπέ. Λυμένες κουβέντες. Τελείωσαν τα τασάκια. Αποτσίγαρα μέσα στο πιάτο τώρα πια. Εκεί που λίγο πριν κείτονταν έκπαγλες συνθέσεις. Ζάχαρη άχνη πάνω στην καραμέλα, πώς τη φτιάχνεις; Θα σου το εξηγήσω. Με κάθε λεπτομέρεια θα σου το εξηγήσω. Και ας μην τη φτιάξεις ποτέ. Απομεσήμερο – φλαμανδικό φως φωτίζει τα αστραφτερά μου. Και άλλοι καφέδες και άλλα αποτσίγαρα. Εν τη αταξία η τάξις. Πόσο καιρό έχω να το θυμηθώ;Όμως το είχα πάντα κατά νου. Λίγο διευθετημένα να είναι τα πράγματα της ψυχής – και σπρώχνει δίχως τύψεις τα ψίχουλα κάτω από το χαλί. Αύριο τα ψίχουλα. Τώρα έχει ζωή. Σιγά μην κάτσεις να μαζέψεις. Έχει ζωή. Και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω της. Η απόλυτη τάξη είναι –λένε– επιθυμία θανάτου. Πολλή τάξη οι πεισιθάνατοι. Πολλά καλογυαλισμένα παρκέ οι απαρηγόρητοι.Τη θυμάμαι να συγυρίζει μανιωδώς. Υστερικές γυναίκες, λέει ο δόκτωρ Χάπινες. Αδικαίωτες, θυμοί πνιγμένοι μέσα σε αποστειρωμένες μπανιέρες. Αν μπορούσαν να βράσουν και τα μωρά τους, θα τα έβραζαν με χαρά. Αποστειρωμένο μωρό, καμιά μυρωδιά. Σαν ζωή όπως όπως. Γυναίκες. Κάθε φορά που επιθυμούν να σπάσουν κάτι, το γυαλίζουν. Όσο πληθαίνει η έσω αταξία τόσο τα σπίτια των ανθρώπων νεκροτομεία. Και αυτές οι καινούριες κουζίνες. Τις έχω άχτι. Δεν φτιάχτηκαν τυχαία έτσι. Ανοξείδωτες κουζίνες. Ανοξείδωτα ντουλάπια. Ψυγειοκαταψύκτης ανοξείδωτος. Νομίζεις πως θα τον ανοίξεις και θα ξεπροβάλει ένα πόδι με καρτελάκι. Μια ψυχή με καρτελάκι, δεν τη βλέπει κανείς. Πρέπει να το φωνάξει. Να διαφημίσει το θάνατό της. Ανοίγει φούρνους η νεκρή ψυχή, καθαρίζει, περιφέρεται. Υγρό που σκοτώνει τα βακτηρίδια του φούρνου. Μα ο φούρνος δεν έχει βακτηρίδια. Καμιά σημασία. Πες πως έχει. Πανάκεια τα νεκρά βακτηρίδια, ειδικά του φούρνου, για την ψυχή της γυναίκας. Που καθαρίζει λες και δεν πρόκειται να ξαναλερώσει. Ποτέ, κανένας, τίποτα.Σερβίρω καφέ, αδειάζω τα τασάκια, θυμάμαι ένα μονόπρακτο του Χάινερ Μύλλερ. Η ηρωίδα του γύρισε σπίτι της. Έκανε τα τηλεφωνήματα της επόμενης μέρας. Διευθέτησε τους λογαριασμούς. Άδειασε τα ντουλάπια της. Τα έφτιαξε. Καθάρισε το ψυγείο. Έκανε παρκέ. Ξεσκόνισε. Κάθισε μετά στην πολυθρόνα της. Με ένα πλεκτό. Είδε λίγη τηλεόραση. Και πριν πέσει στα ατσαλάκωτα σεντόνια της κατάπιε εκατό υπνωτικά. Συγύρισε τα κουτιά πριν πέσει. Ύστερα ο ανεξύπνητος. Επιθυμία θανάτου η απόλυτη τάξη.Όταν είσαι μέσα σου χάλια, λέει η μικρή σκορπίζοντας απλόχερα τα ψίχουλά της, το μάτι σου στέκει μόνο στο ελάττωμα. Ανύπαρκτη ζωή, ρυπαρή ζωή, ζωή-ύβρις. Τότε ανακαλύπτεις παντού το ρύπο. Απορρυπαντικά. Για τις νεκρές ψυχές εφευρέθηκαν. Είσαι μέσα σου καλά, το παιδί σου ζωγραφίζει τους τοίχους, στέκεις, κοιτάς, χαίρεσαι. Κάνεις μαζί του σύντομες φιλοσοφικές συζητήσεις πάνω στη φύση του ναΐφ αρνιού. «Ωραία το σχεδίασες. Χωρίς ουρά, ακόμα καλύτερο. Έλα να βάλουμε από πάνω και αστέρια».Στο σπίτι των Έκνταλ οι τοίχοι περιμένουν. Τον πιο μικρό να σηκωθεί να ζωγραφίσει. Στο σπίτι των Έκνταλ, το μισοκάθαρο από γιορτή σπίτι, δεν ζει πια το φοβισμένο κοριτσάκι. Τριών χρόνων και φώναζε: «Το παιδί θέλει να πάει στο χώμα. Το παιδί σας θέλει να πάει στο χώμα». Ό,τι έβλεπε έξω από το συγυρισμένο σπίτι, χώμα το έλεγε. Το σιντριβάνι ήταν χώμα. Τα βότσαλα στον κήπο, χώμα και αυτά. Χώμα η ταράτσα. Χώμα τα δέντρα και τα άλλα σπίτια. Σταυροκοπιούνταν οι οικείοι. Μακάβριο παιδί, όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα». Γρουσούζικο παιδί. Μέσα στο σπίτι οι νεκροί. Πορτρέτα πεθαμένων. Στιλβωμένα ασημικά. Πολυθρόνες-σαρκοφάγοι. Σπίτι-τεφροδόχος. Και την Κυριακή, πάντα ψάρι. Νεκρό δείπνο. Σιωπή στο τραπέζι. Πουθενά κόκαλα ψαριού. Κανένα ίχνος από ψίχουλο. Ο παππούς επόπτευε από το κάδρο. Τότε το παιδί τρόμαζε και όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα. Στο χώμα καλύτερα».Τώρα δεν θέλει, παρά τα φύλλα του φθινοπώρου. Να παραδέρνουν στο παρκέ της. Χωρίς τις θήκες τα CD. Η θεωρία της, των καλών ημερών... Πως τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας. Δεν γίνεται να σε κληρονομεί ο καναπές σου. Είναι βλακεία.Στο σπίτι των Έκνταλ, τα πόδια όλων πάνω στο τραπέζι. Το κρασί ξεβάφει το ξύλο τριανταφυλλιάς. Τόσο το καλύτερο, θα θυμάμαι για πάντα το μεσημέρι της Κυριακής. Που ακούμπησες το ποτήρι σου στο σεκρετέρ μου και ξέβαψε. Όσο θα υπάρχει σεκρετέρ εγώ θα το θυμάμαι. Μέχρι να ξεχαστεί στην άκρη του και ένα τσιγάρο σου αναμμένο. Και το σεκρετέρ να πάρει φωτιά. Και τότε ακόμα μεγαλύτερη χαρά στο σπίτι των Έκνταλ. Δύο τζάκια. Το ένα, το σεκρετέρ. Η τριανταφυλλιά καίγεται δύσκολα, θα αντέξει πιο πολλές ώρες η φωτιά. Εκτός και αν θέλουμε περισσότερη φλόγα. Πιάσε το οινόπνευμα. Αν θέλετε μπορούμε και την άλλη εβδομάδα να κάψουμε κάτι. Μέχρι να βαρεθούμε τις φωτιές και να αρχίσουμε να πετάμε νερά.Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη. Είκοσι δύο χρόνων. Είχε έναν τρόπο να ευγνωμονεί – ποιον, δεν ήξερε. Για τη μέρα που της χαρίστηκε. Ένα πρωί ξυπνάει, παραγγέλλει ένα φορτηγό με βότσαλα. Στρώνει το υπνοδωμάτιο. Πάνω κρεβάτι μπρούντζινο. Με ουρανό. Με γάζες. Ανοιχτά παράθυρα και το κρεβάτι ταξιδεύει. Ήρεμος άντρας, χαρούμενος κι αυτός. Είχε έναν τρόπο να την ευγνωμονεί. Για τα όνειρα που αφειδώς εφεύρισκε. Για να του τα χαρίσει. Κουβέντα για γδαρμένα πέλματα – ο άντρας. Χαρούμενη αυτή. Ξερά βότσαλα και το δωμάτιο, άλλοτε παραλία, άλλοτε καλύβα από πέτρα του Σουφ.Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη. Και έφτασε μέρα που το είδε. Εκείνο το αποτσίγαρο. Πεταμένο πίσω από ένα δέντρο. Ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Έπρεπε να ψάξεις πολύ για να το διακρίνεις. Γύρω τάξη νεκρική. Επιθυμία θανάτου. Μόνο το αποτσίγαρο. Το εκτός του οπτικού της πεδίου αποτσίγαρο. Δεν πολυφαινόταν. Αλλά υπήρχε. Το είχαν δει και άλλοι νεκροί. Βροχές διέλυσαν το φίλτρο, λίγος καπνός στη ρίζα του δέντρου. Το αποτσίγαρο. Βγήκε και το μάζεψε. Ένα αποτσίγαρο και μια ζωή τη χωρίζει από κείνη τη μέρα.Στο σπίτι των Έκνταλ, ημέρα Κυριακή, τα αποτσίγαρα μέσα στις γλάστρες. Καμιά φορά, όταν βαριέται, και στο ποτήρι μέσα. Ήμερες ψυχές, διασαλευμένη η έξω τάξη. Πού βρίσκεται η χαμένη κάλτσα; Στη χώρα με όλες τις χαμένες κάλτσες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Υπάρχει κάπου μια χώρα που μεταναστεύουν οι αταξινόμητες, αδιευθέτητες κάλτσες. Όλες μαζί. Το προτιμούν από το να πνίγονται η μία μέσα στην άλλη. Βράδυ, και στο σπίτι των Έκνταλ γυναίκα ήρεμη σέρνει ένα πιάτο στο κρεβάτι της. Ψάχνω για την κασέτα σου, βρίσκω μιαν άλλη. Πρόγευμα στο Τίφανυς. Τρώει τον κόσμο να ανακαλύψει τα χαμένα της παπούτσια η ηρωίδα. Βρίσκει μόνο το ένα. «Μπες μέσα, γείτονα. Ψάξε κι εσύ. Κροκοδειλένια μαύρη γόβα. Βρες τη μου».Έχεις δίκιο, φίλε. Όσο υπάρχει έστω και ένας καλός γείτονας, αδύνατον να χαθεί μια γόβα. Ηρωίδα χαρούμενη, ακατάστατη. Το άρωμά της στο γραμματοκιβώτιο μέσα. Για να μη χάνεται στο μπάνιο. Να σου πω μια καληνύχτα και να κλείσω. Νύσταξα; Καληνύχτα, φίλε. Έχε απόψε το κινητό δίπλα σου, φίλε. Μην ονειρευτώ αβαεία με παγκάρια και τρομάξω. Φίλε, Φάνυ, Αλέξανδρε, καλώς ήρθατε πίσω στο σπίτι των Έκνταλ.

Των εν ασκήσει λαμψάντων
Υπάρχει λοιπόν, ομορφιά μου, κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου. Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα. Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτόν. Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: Χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα. Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά. Παίζω λοιπόν, χαρά μου – παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την Τέχνη της. Γιατί δεν μπορώ να εννοήσω και να εννοηθώ παρά σαν αυτουργός της κατασκευής μου. Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται εν τέλει παρά μόνο από τον τρόπο που ο ρόλος μου επινοεί τον εαυτό μου. Στον έρωτα, για παράδειγμα. Όποτε μπαίνω στον ολέθριο χώρο χωρίς το δραματουργικό μου οπλοστάσιο, καταλήγω ένας Δον Κιχώτης σε λαϊκή έκδοση τσέπης. Ο ήρωάς μου, αν θυμάσαι, δεν μπορεί να εστιάσει στο θέμα του, δεν δύναται να εκφραστεί, του αρκεί η απλή αναφορά του ανόητου ονόματός της –Δουλτσινέα– για να γίνει γελοίος. Πόσο την αγαπάει, δεν ξέρει να το πει. Για να δηλώσει την αγάπη του, κάνει μια τούμπα στον αέρα, η πουκαμίσα του σηκώνεται, ο κώλος του μένει έκθετος μπροστά στα μάτια του υπηρέτη του. Ο Δον Κιχώτης εκείνη τη στιγμή είναι ο εαυτός του, αν με εννοείς. Μεγαλειώδες, θα πεις. Θα έκλαιγες μπροστά σε μια τέτοια σκηνή, ναι, είμαι σίγουρη, θα έκλαιγες. Μεγαλειώδες, αλλά και πάλι. Άχαρο. Διόλου δεν το θέλω.Γιατί λοιπόν να είμαι ο εαυτός μου, αφού μάλιστα αγαπώ τόσο τη μίμηση; Αφού συντάσσομαι με αυτό που λέει ο Τόμας Μαν: «Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν παρά να μιμείται πάντοτε κάτι που ήδη συνέβη». Εκ γενετής σμίλευσα ένα και μόνο ρόλο, συρραφή από αγαπημένους θεατρικούς εαυτούς μου. Ξεκίνησα σαν Νίνα –έλεγα μονόλογο πηδώντας σκοινάκι– «Όταν τον δείτε, μην του πείτε τίποτα. Τον αγαπώ περισσότερο από πριν». Μετά πρόσθεσα λίγη ιψενική Νόρα. Άνοιξα υπάκουα το στόμα μου, «για να δω μήπως το κοριτσάκι μου έφαγε σοκολατάκι και θα καταστρέψει τα δόντια του; Είπαμε. Όχι σοκολάτα». Άλλες θεατρικές σεζόν ήμουν μια τέλεια θλιμμένη Μελισσάνθη – τι να τον κάνω τον ασαφή σου μακρόκοσμο, θα μείνω στον τιποτένιο κήπο μου, μωρό μου. Και πόσο τέλεια Άλκηστις υπήρξα... Μόνο εγώ από όλες τις τραγικές ηρωίδες θα γινόμουν εκουσίως Χείρωνας, θα κατέβαινα στον Κάτω Κόσμο για να ζήσει ο Αδαής. (Για να μη μάθει ποτέ πώς έζησε.) Μετά βαρέθηκα και έγινα η Λαβίνια. Όχι η μουγγή από τον Τίτο Ανδρόνικο – τότε ακόμα, μουγγή με τίποτα. Η άλλη, του Τόμας Έλιοτ. Αυτή, του Κοκτέιλ πάρτυ. Που φεύγει και κανείς δεν ξέρει πού πάει, αλλά πάντα επιστρέφει. Ό,τι ρόλο όμως και αν έπαιζα, ένα μυστήριο πράμα, προς το φινάλε το γύριζα πάντα σε νύφη. Εκεί επινοούσα τον πραγματικό εαυτό μου. Νύφη που κακοπάθησε –σε όλες τις παραλογές του δημώδους– νύφη από την Κούλουρη (α λα très Gaultier), μα πάνω από όλα νύφη από το Ματωμένο γάμο... «Και με όλα τα παιδιά του γιου σου κρεμασμένα πάνω από τα μαλλιά μου, εγώ πάλι θα έφευγα με τον άλλον, αν μου το ζητούσε». Και πάει να εγκατασταθεί στο βασίλειο της δοκιμασίας.Γι’ αυτό παντρεύτηκα με μαύρο νυφικό. Γιατί είχα παράσταση και ήθελα να είμαι μια μικρή Νουρία Εσπέρτ – και έτσι τη σκηνοθέτησα ανδαλουσιάνικα και της φόρεσα μαύρα της νύφης μου. Να αλλάξω λες διανομή; Μπα. Το αποκλείω. Δεν ξέρω να παίζω Μις Τζούλιες. Είμαι σαν τους ηθοποιούς του θεάτρου Νο, που ασκούνται σε ένα και μοναδικό ρόλο – μια ζωή. Γεννήθηκα νύφη, λέω σαν νύφη να συνεχίσω να κάνω καριέρα. Και είμαι τόσο γεννημένη νύφη που ποτέ δεν κατάλαβα πως χώρισα. Απλώς ξαναπαντρευόμουν. Έτσι το θέτω εγώ. Αυτή είναι η περίπτωσή μου. Όλη μου η ψυχανάλυση σε τρεις λέξεις. Οτιδήποτε άλλο (φλερτ, ραντεβού, διαθεσιμότητες, συμβιώσεις, δεσμοί, τηλεφωνήματα και ένας που δεν είναι άντρας μου), όλα αυτά τα επίπονα με κάνουν καρδιακή. Με βγάζουν από το οικοσύστημά μου. Δεχτείτε με λοιπόν, ω περιπέτειες της αρετής μου εσείς, έκθαμβοι αναγνώστες, με την αβλαβή (;) τρέλα μου. Έτσι θα πάω να κάνω οντισιόν στο Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας. Σαν τον Άντονι Πέρκινς – τελευταία σκηνή του Ψυχώ. Που καθόταν τυλιγμένος στην κουβέρτα του και δεν πείραζε τη μύγα – και αν με δει ο δεσμοφύλακας, θα καταλάβει πόσο άκακος είμαι. Πως ούτε μια μύγα πειράζω, θα κάθομαι στη σκηνή σιωπηλή –ένας κάθετος, εξπρεσιονίστικος φωτισμός θα πέφτει–, δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα, όλοι ξέρουν ότι συνέχεια παντρεύομαι, θα καταλάβουν. Πως αυτός ο ρόλος γράφτηκε πάνω μου. Πως καμιά δεν θα τον παίξει καλύτερα...

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Χρόνια πολλά στη σπουδαιότερη ελληνίδα ποιήτρια,την Κική Δημουλά (6/6/1931)


6/6/1931 γεννιέται η Κική Δημουλά: «Θα ήθελα να είμαι συνομήλικη με το αιώνιο»
Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός μιλάει στο «Βιβλιοδρόμιο» για τη σύγκρουσή της με τη λογική, για την απήχηση του έργου της, το Ίντερνετ αλλά και το επεισόδιο της Κυψέλης. Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι του σκηνογράφου και εικαστικού Ντίνου Πετράτου (όπου και έγινε η συνέντευξη με την Κική Δημουλά), σε έναν «τοίχο» του facebook αναρτήθηκε ο στίχος της, «Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;».

Δεν ξέρω αν η μέγιστη επιτυχία για έναν ποιητή είναι να γίνει viral στο Διαδίκτυο (ίσως και αδικώντας τον με το να αποσπάμε φράσεις από το έργο του ως σλόγκαν), σύνθημα στον τοίχο, απαντοχή ερώτων και καημών ή κάτι από αυτά συν την κριτική αξιολόγηση των ειδικών της λογοτεχνίας.

Ξέρω πως η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά έχει κατακτήσει και τους δύο κόσμους, αν και ανοχύρωτη η ίδια από την ψηφιακή κυριαρχία (βέβαια γράφει σε λάπτοπ πια).

Ας μην ξεχνάμε τον διάλογο που άναψε η αποστροφή του λόγου της σε εκδήλωση στην Κυψέλη τον Μάιο του 2013, που τότε αξιολογήθηκε ως «ξενοφοβική».

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι συχνά το όνομά της επανέρχεται με αφορμή την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας, προσφάτως εκδόθηκε η ανθολογία ποιημάτων της, με τον τίτλο: «The Brazen Plagiarist» («Η θρασεία λογοκλόπος») από τη Margellos World Republic of Letters (MWRL) του Yale University Press, σε αγγλική μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου και της αμερικανίδας ποιήτριας Ρίκα Λέσερ, ενώ πρόσφατη είναι και η κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής της «Δημόσιος καιρός» από τον Ίκαρο.

Ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (σύμφωνα με τον κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου) κατόρθωσε να διεισδύσει σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, να μεταφράζεται σε διάφορες γλώσσες και να αποτελεί είδηση κάθε της παρέμβαση ή θέση στον δημόσιο λόγο.

-Τελευταία φορά, σας είδα στην Κυψέλη. Μιλήσατε εκεί, στην εκδήλωση των Ατενίστας, και μια αποστροφή του λόγου σας για τους μετανάστες ερμηνεύτηκε στο Ίντερνετ - και όχι μόνο - ως ρατσιστική.

Αν εσείς δεν ήσαστε παρών εκείνο το απόγευμα της διαστροφικής παραποίησης όσων είπα και δεν είχατε τιμίως φροντίσει να δημοσιευθεί το απομαγνητοφωνημένο κείμενο του τι ακριβώς εξέφρασα, θα είχα ολότελα αποκεφαλιστεί. Αλλά για να μη δυσφημήσουμε την Ελλάδα περισσότερο από όσο το πετύχαμε, καλό είναι να μη γίνει ευρύτερα γνωστό ότι δήμιοι ήταν πνευματικοί άνθρωποι. Ευτυχώς υπάρχουν και «ανθρωπιστές».
Μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου παράγεται σήμερα, όπως ξέρετε, στο Διαδίκτυο. Πώς τα πάτε με όλα αυτά;
Με ενοχλεί που δεν νέμομαι όλες αυτές τις κοσμογονικές διευκολύνσεις. Αλλά φοβάμαι ότι αν παραδοθώ στη γοητεία τους, μόνο ιούς θα μεταδώσω στη φιλάσθενη προοδευτικότητά μου. Είδα κι έπαθα να απεξαρτηθώ από τη γραφομηχανή και να εθιστώ σε ένα λάπτοπ. Γράφω με το ένα δάχτυλο, έχω μάθει να σβήνω, αλλά ξεχνώ να αποθηκεύω και να σώζω - δεν υπάρχει σωτηρία.

-Στο Ίντερνετ πάντως συχνά αναπαράγουν μέρος του έργου σας. Άραγε, η διείσδυσή σας οφείλεται και σε μια ανάγκη για γρήγορες απαντήσεις μέσω ρήσεων ή θραυσμάτων λόγου;

Ψήφους δεν μετρώ για να ξέρω πόσο ευρύ είναι το αναγνωστικό μου κοινό. Ξέρω μόνο ότι το υπάρχον δείχνει πως αγαπάει τα ποιήματά μου και αυτό με ανεφοδιάζει με... καύσιμα. Με εκπλήσσει πολύ ευχάριστα και ενθαρρυντικά ότι μέρος αυτού του κοινού είναι νέοι άνθρωποι, άρα και φορείς του μέλλοντος, όχι μόνο του δικού τους αλλά και κάθε εκκρεμότητας που αφήνει το τεμπέλικο παρόν φεύγοντας. Βέβαια, συχνά αναρωτιέμαι τι προκαλεί, ειδικά στους νέους, αυτή τη σύμμαχο θερμότητα προς την προσπάθειά μου. Τελικά, το ερώτημα αυτό, ως αναπάντητο, παραμερίζεται από τη συμφερτική για μένα ερμηνεία ότι το ένστικτο είναι ίσως πιο ώριμο από την ηλικιακή ωριμότητα. Και για να επανέλθω στο πόσο συνετή θέλω να είμαι, αποδίδω εν πολλοίς τα θετικά αισθήματα όσων με διαβάζουν στο ότι είμαστε προσηνείς άνθρωποι και εγώ και ο γραπτός μου λόγος. Και εγώ και εκείνος δεν απομακρυνόμαστε από το να είμαστε καθημερινά, επαναλαμβανόμενα πλάσματα και συνειδητοί υμνητές της δυναμικής καθημερινότητας. Δυναμική αφού, επαναλαμβανόμενη, μοιραία με ωθεί συνειδητά να επαναλαμβάνω την... επανάληψη χωρίς ενοχές, εκτιμώντας ότι αυτή είναι που μας προμηθεύει διάρκεια και αντοχή, προϋποθέσεις για να αντιμετωπίζονται όλα τα απρόοπτα και τα αναμενόμενα, κυρίως όμως για την αέναη ουτοπική αναζήτηση του περιζήτητου... ανεπανάληπτου.

-Δηλαδή, ο προσηλυτισμός του όποιου κοινού στην ποίησή σας δεν οφείλεται αμιγώς στην αξία της; Το αποκλείετε;

Δεν το αποκλείω, απλώς οφείλω να είμαι αβέβαιη όσο βέβαιη κι αν είμαι για το ότι η ποίησή μου, αν μη τι άλλο, σκέπτεται και σοβαρολογεί, πέραν ίσως του δέοντος. Αλλά αυτό δεν με καθησυχάζει γιατί ξέρω ότι ο αναγνώστης διαβάζει ένα ποίημα χωρίς να πολυερευνήσει πώς επετεύχθη, με τι υλικά χτίστηκε αυτό το εύρημα. Δεν ξεχνώ άλλωστε τι έχει πει ο Σεφέρης σχετικά με τους αναγνώστες: πως σχεδόν καθένας που διαβάζει ένα ποίημα, γράφει ταυτόχρονα ένα άλλο, δικό του. Κάπως έτσι, μέσω της ταύτισης, γίνεται βατό το άβατο εν γένει της ποίησης.

-Και με ποιο τρόπο το επιτυγχάνει αυτό ο αναγνώστης. Καταργώντας το πρωτότυπο;

Όχι βέβαια καταργώντας. Λίγο παρερμηνεύοντας κάποια σημεία, λίγο τροποποιώντας άλλα ή και καταργώντας ό,τι δεν μπορεί να το μεταμορφώσει σε οικείο. Υποθέσεις κάνω γιατί δεν έχω και ελευθέρας να μπαινοβγαίνω σε σκοτεινές μυστηριώδεις λειτουργίες και μάλλον υποσυνείδητες.

-Από κάποιες δημοσιευμένες απόψεις σας συμπεραίνω ότι πιστεύετε στο θαύμα της επιμονής ή και της εμμονής…

Δεν πιστεύω ακριβώς. Συγκρούομαι με τη λογική: φαντασιώνομαι, για παράδειγμα, ότι χτυπώ - χτυπώ μια ξένη πόρτα. Δεν ανοίγει. Ξαναχτυπώ πάλι και πάλι. Τίποτα. Φανερό ότι δεν είναι κανένας μέσα. Επειδή όμως πίσω από το φανερό κρύβεται το αφανέρωτο, είμαι ικανή να περάσω τη μισή ζωή μου κρούοντας επίμονα τη θύρα και παρενοχλώντας την απουσία. Ώσπου κάποια στιγμή σαν να ακούω βήματα από μέσα και η πόρτα ανοίγει. Επομένως, με την επιμονή δημιουργώ κάτοικο. Άρα δικαιώνεται η ελπίδα μου ότι όλα τα μη ενδεχόμενα... κατοικούνται.

-Αλήθεια, ποιες οι επιδράσεις σας; Ο σύζυγός σας ποιητής Άθως Δημουλάς μοιάζει να περπατάει - παρότι απών πια - στις σελίδες σας…

Έχω την τάση να πιστεύω ότι είμαστε γεμάτοι επιδράσεις, προτού καν ολοκληρωθούμε ως ύπαρξη. Αδιαμόρφωτες μεν, αλλά αχνά προσαρμοσμένες στις ροπές μας εκείνες τις οποίες μας εμφυσά η φυσική μας μητέρα, η αβεβαιότητα, κατά το διάστημα που μας κυοφορεί. Βάλλω δηλαδή κατά της θεωρίας ότι ερχόμαστε στον κόσμο σαν «άγραφο χαρτί» και ότι μπορεί να μας μουντζουρώνει με τα συνθήματά της η κάθε αναρχική αντιξοότητα. Όσο για τον Άθω, πράγματι περπατάει σε όλες τις σελίδες και του βίου μου και των ποιημάτων μου, φανερός και πότε πότε με προσωπείο. Εκείνος με ανέσυρε από τα στιχάκια και με έσπρωξε, δεν ξέρω πόσο παραπέρα, πάντως μέχρι εδώ που είμαι. Όχι ως δάσκαλος αλλά ως ποιητής-εκσκαφέας του βάθους που ήταν.

-Αλήθεια, γιατί γράφεται σήμερα στην Ελλάδα τόση ποίηση;

Ακούστε, δεν θέλω να σχολιάσω το σύμπτωμα γιατί και εγώ υποψήφια ποιήτρια θέλω να γίνω. Όπως ίσως ξέρετε, ουδέν δημιουργικότερον από την ματαιοπονία. Εξάλλου και οι αδιαμφισβήτητα φτασμένοι ποιητές υποψήφιοι ποιητές παραμένουν, με την έννοια ότι η ποίηση δεν παραχωρεί ποτέ το καλύτερό της. Το κρατάει για τον εαυτό της, ως τροφή για το ανεξάντλητο της σημασίας της. Συμπληρωματικά, υποθέτω ότι το φαινόμενο υπερπαραγωγής ποίησης οφείλεται στο ότι μέσω αυτής επιδιώκεις να ξεφορτωθείς μόνο τον εαυτό σου, ο οποίος κατά τη νεότητα είναι ιδιαίτερα πιεστικός ως απροσάρμοστος.

-Και γιατί αντίστοιχα δεν γράφεται σήμερα τόσο πολλή πεζογραφία;

Η πεζογραφία έχει πολύ κουραστικότερη ευθύνη. Επωμίζεται τον εμφύλιο σπαραγμό πολλών ψυχών προκειμένου να κατακτήσει καθεμιά το έδαφος της διαφορετικότητάς της. Και αυτό απαιτεί από τον συγγραφέα μια σύνθετη αντιεγωιστική ετοιμότητα.

-Διαβάζετε;

Με πατάτε εκεί που πονάει. Διαβάζω πολύ λιγότερο από όσο θέλω. Οι λόγοι είναι ανιαροί και ασυγχώρητοι, όπως ασυγχώρητη είναι και η ηλικία μου - ένας λόγος και αυτή, ίσως ο πιο υπεύθυνος για όλους τους άλλους... Η πιο γκρινιάρα πάντως και απρόθυμη να χρησιμεύει είναι η μνήμη μου. Ισχυρίζεται ότι γέρασε και ξεχνάει. Ενώ δώσε της λύπες και πάρ' της την ψυχή. Με το νι και με το σίγμα τις θυμάται, μέχρι και τι όνομα και επίθετο είχε το κάθε δάκρυ και πόσων ετών θα είναι τώρα. Με στενοχωρεί κυρίως το πόσο δεν με βοηθάει να συγκρατώ ούτε καν τις λίγες σελίδες ενός βιβλίου που διάβασα μόλις χθες. Και αναγκάζομαι να γυρίζω πίσω, να ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ και να προχωρήσω. Εν ολίγοις, σισύφειο έργο και θύματά του, δυστυχώς, σπουδαία βιβλία συγγραφέων που αγαπώ και τα οποία αδιάβαστα - ιδίως τα πολυσέλιδα - με κοιτάζουν επιτιμητικά. Μα και αυτά τα ευλογημένα, σαν να το είχαν πια σίγουρο ότι θα προφτάσω.

-Έχετε νιώσει την ανάγκη, όπως παλαιότερα άλλοι ποιητές, να επιδοθείτε στον δοκιμιακό λόγο;

Αυτή τη φιλόδοξη ανάγκη δεν την έχω αισθανθεί. Δεν έχω άλλωστε ούτε τον κατάλληλο οπλισμό ούτε την περιέργεια. Αρκούμαι σε αυτό που διαβάζοντας το προσεγγίζω, μερικώς βέβαια αλλά σχεδόν αλάνθαστα, χάρη στην αυτοδίδακτη παρατηρητικότητά μου.

-Πώς αντιμετωπίζετε τη φιλολογία για το Νομπέλ που πάντα σας ακολουθεί;
Όπως ακριβώς το λέτε: φιλολογία.

-Δεν αισθάνεστε εγκλωβισμένη λίγο ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών; Πώς λειτουργεί αυτή η ιδιότητα;

Κάθε μέρα όλο και εντονότερα αισθάνομαι ότι η Ακαδημία με τίμησε υπέρμετρα, εκλέγοντάς με μέλος της.

-Γνωρίσατε σημαντικούς ανθρώπους;

Ναι είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς παλαιότερους σημαντικούς ανθρώπους και έχω την τύχη να γνωρίζω τους νεότερους με άξιο έργο. Δεν τους αναφέρω γιατί δεν θέλω ούτε να παραλείπω ούτε να εξαίρω. Από τον καθένα πήρα ό,τι μου δόθηκε ερήμην μου και αυτό, εν συνέχεια, το απορρόφησαν πάλι ερήμην μου οι ελλείψεις μου.
Ν. Μανιάτης  | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 11/10/2014 08:00 |

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Μάρτιαι Ειδοί Κ.Π. Καβάφη «Φοβού τας Ειδούς του Μαρτίου»

Μάρτιαι Eιδοί
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.
Κ.Καβάφης, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

«Αἱ εἰδοὶ τοῦ Μαρτίου»:Η φράση «Φοβού τάς ειδούς του Μαρτίου» αφορά την πρόρρηση ενός αρχαίου  μάντη με την οποία προσπάθησε να   προειδοποιήσει τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα  για την επικείμενη δολοφονία του.Σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολόγιο, «ειδοί» ήταν η 15η μέρα των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου. Ήταν το 44 π.Χ . Ένας μάντης τον είχε προειδοποιήσει να φυλάγεται γιατί στις είδους του ΜΑΡΤΊΟΥ θα περάσει μεγάλο κίνδυνο. Όταν έφθασε εκείνη η μέρα, ο Καίσαρας συνάντησε το μάντη καθώς πήγαινε στη Σύγκλητο. "Έφθασαν οι ειδοί" του είπε πειραχτικά ο Καίσαρας εννοώντας ότι δεν έπαθε τίποτα. "ναι άλλα δεν πέρασαν " του απάντησε ο μάντης. Και μπήκαν στη Σύγκλητο. Μέσα στη Σύγκλητο ένας σοφιστής από την Κνίδο, ο Αρτεμίδωρος που έκανε παρέα με το Βρούτο και ήξερε τι θα ακολουθήσει, πήγε να δώσει στον Καίσαρα ένα κύλινδρο όπου είχε γράψει τα καθέκαστα. "Διάβασε τον Καίσαρα, μοναχός σου και γρήγορα" του είπε, "γράφει σπουδαία πράγματα που σε ενδιαφέρουν". Άλλα το πλήθος που περιστοιχίζεται τον Καίσαρα δεν τον άφησε, το εμπόδισε να το διαβάσει. Η συνέχεια γνωστή...



Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Πέρασα, Κική Δημουλά


ΠΕΡΑΣΑ

Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.

Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.